Ζωή με Καρκίνο
Ειδικές κατηγορίες ασθενών
Εγκυμοσύνη & καρκίνος
Όγκοι κατά την κύηση

Συμπαγείς όγκοι κατά τη διάρκεια της κύησης

Καρκίνος μαστού

Επιδημιολογία

Η επίπτωση του καρκίνου μαστού στη διάρκεια της κύησης είναι κατά προσέγγιση 1:3.000 κυήσεις. Εκτιμάται ότι το 0,2 – 3,8% των όγκων του μαστού συμπίπτουν με κύηση και ως τέτοιο ορίζεται εκείνο το καρκίνωμα μαστού το οποίο διαγιγνώσκεται στη διάρκεια της κύησης ή εντός ενός έτους μετά τον τοκετό. Η διάμεση ηλικία των γυναικών που πάσχουν από καρκίνο μαστού είναι 33 έτη, με εύρος από 23 έως 47 έτη. Υπολογίζεται ότι ένας μαιευτήρας που κάνει περίπου 250 τοκετούς ετησίως, θα χρειασθεί τουλάχιστον 40 χρόνια πρακτικής, για να διαγνώσει 2-3 συνυπάρχουσες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού που να επιπλέκουν την κύηση.
 
Διάγνωση 

Εγκυμονούσες γυναίκες βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν πιο προχωρημένη νόσο, καθώς μικροί όγκοι στο μαστό δεν ανιχνεύονται εύκολα κλινικά λόγω της συμφόρησης και ευαισθησίας των μαζικών αδένων στη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.

Αναφέρονται καθυστερήσεις κατά τη διάρκεια της κύησης μέχρι 5 – 7 μηνών. Οι περισσότερες ασθενείς παρουσιάζονται με ανώδυνες μάζες, 90% των οποίων διαπιστώνονται με την αυτοεξέταση. Η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η αντικειμενική εξέταση του μαστού θα πρέπει να αποτελεί καθιερωμένη κλινική πρακτική για την εντόπιση μαζών, εισολκής θηλής ή δέρματος, άλλων αλλαγών του δέρματος ή μασχαλιαίας λεμφαδενοπάθειας.

Λόγω της αυξημένης ακτινολογικής πυκνότητας, η ευαισθησία της μαστογραφίας για τη διάγνωση κακοήθων αλλοιώσεων στους μαστούς εγκύων γυναικών είναι αρκετά χαμηλή (68%), ενώ αυτή της υπερηχογραφίας είναι 93%. Η διάγνωση μπορεί να τεθεί με ασφάλεια με βιοψία λεπτής βελόνης ή με εκτομή της βλάβης υπό τοπική αναισθησία. Οι Zemlickis et al έδειξαν ότι μια έγκυος έχει 2,5 φορές υψηλότερο κίνδυνο να παρουσιαστεί με διάσπαρτο καρκίνο μαστού και μειωμένη πιθανότητα να διαγνωστεί με νόσο σταδίου Ι.

Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά στους ιστολογικούς τύπους. Οι περισσότεροι από τους κακοήθεις όγκους που διαγιγνώσκονται κατά την κύηση είναι λιπώματα ή θηλώματα. Παρόλα αυτά, ένα περίπου 30% των καλοήθων επεξεργασιών των μαστών αφορούν αδενώματα της γαλουχίας, γαλακτοκήλες, μαστιτιδα και έμφρακτα.
 
Θεραπεία

Οι στρατηγικές θεραπευτικής προσέγγισης εξαρτώνται κυρίως από το στάδιο της κακοήθους νόσου
 
Πρώιμος καρκίνος μαστού (στάδια Ι και ΙΙ)

Η τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή είναι η θεραπεία εκλογής σε καρκίνο μαστού σταδίου Ι και ΙΙ. Συμπληρωματική ακτινοθεραπεία πρέπει να αναβάλλεται για μετά τον τοκετό, ούτως ώστε να αποφευχθεί επιβλαβής επίδραση στο έμβρυο.

Συμπληρωματική χηλειοθεραπεία, όταν αυτή ενδείκνυται, δεν πρέπει να εφαρμόζεται στη διάρκεια του 1ου τριμήνου της κύησης. 

Στις μελέτες των Zemlickis et al και Berry et al 75% και 91% των εγκύων ασθενών αντίστοιχα υπέστησαν τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή και τμηματική μαστεκτομή.  

Στη δημοσίευση των Petrek et al η πενταετής επιβίωση των ασθενών με διηθημένους μασχαλιαίους λεμφαδένες ήταν 47% για εγκύους και 59% για μη εγκύους γυναίκες, ενώ η δεκαετής επιβίωση ήταν 28% και 41% αντίστοιχα. Σταττιστική ανάλυση δεν ανέδειξε διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων των ασθενών.
 
Έκβαση υγείας του εμβρύου

Στη μελέτη των Zemlickis et al ακτινοθεραπεία μόνη ή σε συνδυασμό με συστηματικές θεραπείες δόθηκε σε 73 από 118 εγκύους γυναίκες, ενώ 26 ασθενείς έλαβαν χημειοθεραπεία μόνο. Όσον αφορά την έκβαση της κύησης, 22 τερματίστηκαν με θεραπευτικές εκτρώσεις, ενώ συνέβησαν 12 αποβολές. Υπήρξαν 85 τοκετοί εκ των οποίων 21 απαίτησαν καισαρική τομή. Από τους 85 τοκετούς γεννήθηκαν 83 ζώντα νεογνά και 2 νεκρά έμβρυα.
 
Θεραπευτική άμβλωση

Στη δεκαετία του 1950 και 1960 η θεραπευτική άμβλωση είχε απόλυτη ένδειξη λόγω ενδεχόμενης ορμονοεξάρτησης ή και λόγω έλλειψης αποτελεσματικής συστηματικής θεραπείας. 

Στη δεκαετία του 1980 και 1990 η θεραπευτική άμβλωση απέτυχε να βελτιώσει την επιβίωση των ασθενών, ενώ παράλληλα βρέθηκε ότι η κύηση δεν είχε επίδραση στην πορεία της κακοήθους νόσου. Επιπρόσθετα παρατηρήθηκε ότι το 80% των καρκινωμάτων μαστού σχετιζόμενων με κύηση είναι αρνητικά για οιστρογονικούς και προγεστερονικούς υποδοχείς.

Τα παραπάνω κατέστησαν αβάσιμους τους φόβους για οιστρογονο-εξάρτηση και απότοκη αύξηση του όγκου στη διάρκεια της κύησης. 

Σήμερα οι ογκολόγοι πρέπει να εξετάσουν την επιλογή της θεραπευτικής άμβλωσης στη διάρκεια του 1ου και 2ου τριμήνου της κύησης μόνο σε ασθενείς με επιθετική πρωτοπαθή νόσο ή προχωρημένη κακοήθεια, περιπτώσεις στις οποίες άμεση θεραπεία είναι απαραίτητη.
 
Κύηση μετά από αντιμετωπισθέν καρκίνωμα μαστού

Η επίδραση της κύησης στην επιβίωση των γυναικών μετά από επιτυχή αντιμετώπιση καρκίνου του μαστού είναι άμεσα συνδεδεμένη με το στάδιο της νόσου. Ασθενείς με πρώιμα στάδια (Ι και ΙΙ) δεν παρουσιάζουν διαφορά στην ολική επιβίωση. Ασθενείς με καρκίνο μαστού σταδίου ΙΙΙ πρέπει να αναβάλλουν ενδεχόμενη κύηση για 5 τουλάχιστον έτη μετά τη θεραπεία, ενώ ασθενείς με νόσο σταδίου IV δεν πρέπει να συλλάβουν με δεδομένη την πτωχή πρόγνωση της νόσου.
 

Καρκίνος τραχήλου μήτρας


Επιδημιολογία

Το καρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας, ένας από τους συνηθέστερους όγκους της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας, είναι και ένας από τους συχνότερα απαντώμανους καρκίνους στη διάρκεια της κύησης.

Αναφορές σχετικά με την επίπτωσή του κυμαίνονται από 0,02% μέχρι 0,9%. Η αληθινή επίπτωση στη δεκαετία 1980-90 ήταν 1,2:10.000 κυήσεις. Πρόσφατα η επίπτωση φαίνεται να φθίνει, προφανώς λόγω της αυξημένης ενημέρωσης του κοινού που συμβάλλει στην πρωιμότερη διάγνωση.  
 
Διάγνωση

Μολονότι η διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου στην κύηση μπορεί ορισμένες φορές να καθυστερήσει, υπάρχουν πλέον επαρκή στοιχεία που δείχνουν ότι οι έγκυες γυναίκες έχουν 3,1 φορές υψηλότερη πιθανότητα να διαγνωστούν με νόσο σταδίου Ι λόγω των συχνών γυναικολογικών εξετάσεων. Η διάγνωση μπορεί να τεκμηριωθεί με ασφάλεια με κολποσκόπιση και ενδοσκοπικά κατευθυνόμενη βιοψία.  
 
Θεραπεία και πρόγνωση

Καθώς οι περισσότερες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται σε πρώιμο στάδιο, συνίσταται μια λογική καθυστέρηση στη ριζική θεραπεία, ώστε να επιτευχθεί εμβρυϊκή ωριμότητα και βιωσιμότητα. Υπέρ της στρατηγικής αυτής συνηγορεί η δραματική μείωση της νεογνικής θνησιμότητας με τη σύγχρονη ιατρική και νοσηλευτική αγωγή.  

Η θεραπευτική προσέγγιση παθολογικών κυτταρολογικών επιχρισμάτων πρέπει να είναι συντηρητική, προκειμένου να αποφευχθούν περιγεννητικές επιπλοκές. Στη διάρκεια του 1ου τριμήνου της κύησης είναι γενικά ασφαλής η καθυστέρηση της κωνοειδούς βιοψίας, μια που αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει αυτόματη αποβολή.

Η κωνοειδής εκτομή πρέπει να αναβάλλεται για το 2ο τρίμηνο της κύησης και να επιτελείται μόνο σε περιπτώσεις όπου είναι απολύτως απαραίτητη για τη διάγνωση του διηθητικού καρκίνου. Στη διάρκεια του 1ου τριμήνου της κύησης η κωνοειδής εκτομή συνδέεται με συχνότητα αποβολής 33%. Μετά τον τοκετό η απόφαση για κωνοειδή εκτομή ή υστερεκτομή μπορεί να ληφθεί από το γυναικολόγο.
 
Η συνολική θεραπευτική στρατηγική ανάλογα με το στάδιο της νόσου συνοψίζεται ως εξής :

  • 1. Στάδιο Ι ή καρκίνωμα in situ. Η θεραπεία πρέπει να αναβληθεί μέχρι την επίτευξη ωριμότητας του εμβρύου. Αν η διήθηση του τραχήλου είναι κάτω των 3mm, χωρίς λεμφική ή αγγειακή διήθηση, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται ως τον τοκετό, ο οποίος θα γίνει κολπικά. Εφόσον η διήθηση είναι 3-5mm ή υπάρχει διήθηση λεμφική – αγγειακή, η επιλογή της παρακολούθησης των γυναικών ως το τέλος της κύησης είναι επίσης ορθή. Στις περιπτώσεις αυτές όμως είναι προτιμότερος ο τοκετός με καισαρική τομή, ακολουθούμενος από ριζική υστερεκτομή και πυελική λεμφαδενεκτομή. Αν η διήθηση υπερβαίνει τα 5mm, η νόσος αντιμετωπίζεται ως διηθητικό καρκίνωμα τραχήλου λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο της κύησης και τις προτιμήσεις των γονέων.
  • 2. Στάδιο IB (bulky), II, III και IV . Η ακτινοθεραπεία είναι η θεραπεία εκλογής. Στην περίπτωση βιώσιμου κυήματος συνίσταται καισαρική τομή πριν από την έναρξη θεραπείας.  

Γενικά η κύηση δεν επηρεάζει αρνητικά την πρόγνωση γυναικών με καρκίνο τραχήλου μήτρας. Αναδρομικές μελέτες δεν έδειξαν διαφορά στο βαθμό διαφοροποίησης του όγκου ή στην 5ετή επιβίωση μεταξύ εγκύων και μη εγκύων γυναικών με τη νόσο. Επιπρόσθετα υπάρχουν αναφορές που καταδεικνύουν απουσία διαφοράς στην επιβίωση μητέρων με καρκίνο τραχήλου σχετιζόμενο με κύηση, οι οποίες είχαν κολπικό τοκετό, σε σχέση με γυναίκες που γέννησαν με καισαρική τομή.  
 

Κακοήθες μελάνωμα

Επιδημιολογία

Η πραγματική επίπτωση του κακοήθους μελανώματος είναι άγνωστη. Οι Smith και Randal ανέφεραν το 1969 επίπτωση 2,8 περιπτώσεων σε 1.000 τοκετούς.

Υπολογίζεται ότι το μελάνωμα συνιστά περίπου το 8% μόνο των κακοήθων όγκων που ανακύπτουν στη διάρκεια της κύησης, μολονότι πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι 30-35% των γυναικών με μελάνωμα είναι σε αναπαραγωγική ηλικία. Από τα αρχεία της Γερμανικής Δερματολογικής Εταιρείας βρέθηκε ότι 1% των θήλεων ασθενών με μελάνωμα ήταν έγκυες και 40% διαγνώστηκαν σε προεμμηνοπαυσιακή ηλικία.  
 
Διάγνωση

Η διάγνωση του κακοήθους μελανώματος προϋποθέτει εκτομή της βλάβης και παθολογοανατομική εξέτασή της. Σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες παραμένουν και στις εγκύους γυναίκες με μελάνωμα το πάχος της βλάβης πρωταρχικά και σε δεύτερο βαθμό η εντόπισή της. Παρά τα παραπάνω η επίδραση της κύησης στις παραμέτρους της εντόπισης και του πάχους μελανωματικών βλαβών είναι ασαφής.  
 
Θεραπεία και πρόγνωση

Παρά τη μακροχρόνια διχογνωμία σχετικά με την πρόγνωση του κακοήθους μελανώματος της κύησης, σήμερα υπάρχουν ισχυρά τεκμήρια που καταδεικνύουν ότι οι κυοφορούσες και μη γυναίκες με μελάνωμα έχουν όμοια κλινική πορεία. Οι έγκυες ασθενείς με πρώιμες πρωτοπαθείς βλάβες που έχουν εκταμεί κατά επαρκή τρόπο έχουν πολύ καλή πρόγνωση. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται θεραπευτική διακοπή της κύησης, ενώ σε προχωρημένη νόσο η άμβλωση μπορεί να αποτελεί ένδειξη.

Οι Slingluff και Seigler δημοσίευσαν σειρά 100 ασθενών με μελάνωμα κατά την κύηση. Μολονότι παρατήρησαν υψηλότερη συχνότητα λεμφαδενικής συμμετοχής σε σύγκριση με ομάδα μαρτύρων, δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά στην ολική θνησιμότητα.
 

Νόσος του Hodgkin και μη Hodgkin’s λεμφώματα


Επιδημιολογία

Η επίπτωση της νόσου του Hodgkin κυμαίνεται από 1:1.000 έως 1:6.000 εγκυμοσύνες. Ανάμεσα σε 775 γυναίκες με νόσο Hodgkin σταδίου ΙΑ-ΙΙΑ που αντιμετωπίσθηκαν με ακτινοθεραπεία, 3,2% ήταν έγκυες. Μη Hodgkin’s λέμφωμα στη διάρκεια της κύησης συμβαίνει σπανιότερα. Μέχρι το 1985 μόνο 75 περιπτώσεις με μη Hodgkin’s λεμφώματα στη διάρκεια της κύησης είχαν αναφερθεί βιβλιογραφικά.  
 
Διάγνωση και σταδιοποίηση

Προκειμένου να αποφευχθεί τερατογένεση, μία προσέγγιση περιορισμένης σταδιοποίησης είναι αναγκαία στη διάρκεια της κύησης. Θα πρέπει να περλαμβάνει τη φυσική εξέταση, εξετάσεις αίματος, ακτινογραφία θώρακα, υπερηχογράφημα κοιλίας και οστεομυελική βιοψία. Αξονική τομογραφία και σπινθηρογραφήματα αντενδείκνυνται. 

Φαίνεται ότι οι έγκυες ασθενείς δεν παρουσιάζονται σε πλέον προχωρημένα στάδια της νόσου σε σχέση με συμβατούς μάρτυρες. Μεταξύ 48 ασθενών με νόσο του Hodgkin και κύηση που νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο Princess Margaret μεταξύ 1958 και 1984, 34 (70,8%) είχαν νόσο σταδίου Ι και ΙΙ, ενώ 29,2% είχαν προχωρημένη νόσο σταδίου ΙΙΙ και IV.
 
Θεραπεία και πρόγνωση

Η κύηση από μόνη της δεν επηρεάζει αρνητικά την πορεία και την επιβίωση ασθενών με λέμφωμα, ενώ η θεραπευτική διακοπή της δεν έχει ευνοϊκή επίδραση στα παραπάνω. 

Από την εμπειρία του νοσοκομείο Princess Margaret δεν ανευρέθηκαν σημαντικές διαφορές στην 20ετή επιβίωση μεταξύ των 48 εκγύων ασθενών με νόσο του Hodgkin και των 67 συμβατών μαρτύρων. Μεταξύ 50 κυήσεων υπήρξαν 38 τοκετοί υγιών βρεφών.

Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των κυήσεων αυτών και πληθυσμού μαρτύρων όσον αφορά την ηλικία και το βάρος του εμβρύου, τη μέθοδο τοκετού, τις συγγενείς διαμαρτίες ή τη συχνότητα παλίνδρομων κυήσεων.  
Υπάρχει επίσης επαρκής βιβλιογραφική τεκμηρίωση της απουσίας διαφοράς στην έκβαση της υγείας της μητέρας ή του εμβρύου μεταξύ εγκύων ασθενών με νόσο του Hodgkin ή με μη Hodgkin’s λεμφώματα και συμβατών μαρτύρων.

Τοπικοπεριοχική αγωγή με ακτινοθεραπεία πάνω από το διάφραγμα, ιδιαίτερα στο 10 τρίμηνο ή χημειοθεραπεία στη διάρκεια του 2ου ή 3ου τριμήνου δεν φαίνεται να έχουν τερατογενετική δράση.


Λευχαιμίες

Επιδημιολογία

Η πραγματική επίπτωση της λευχαμίας της κύησης δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Εκτιμάται μεταξύ 1:75.000 και 1:100.000 κυήσεις. Οι οξείες μορφές είναι πιο συχνές. Ανάμεσά τους η οξεία μυελογενής λευχαιμία διαγιγνώσκεται δύο φορές συχνότερα από τη λεμφοβλαστική λευχαιμία. Όσον αφορά τις χρόνιες μορφές, η χρόνια μυελογενής λευχαιμία συνιστά λιγότερο του 10% των περιπτώσεων, ενώ η χρόνια λεμφογενής λευχαιμία, κακοήθεια πλέον προχωρημένων ηλικιών, είναι εξαιρετικά σπάνια.
 
Θεραπεία και πρόγνωση

Από τα υπάρχοντα βιβλιογραφικά δεδομένα φαίνεται ότι η λευχαιμία της κύησης μπορεί να προσβάλλει τόσο τη μητέρα όσο και το έμβρυο. 

Η θεραπεία της οξείας λευχαιμίαας πρέπει να αρχίζει αμέσως μετά την τεκμηρίωση της διάγνωσης χωρίς χρονοτριβή. Η αντιμετώπιση της εγκύου με οξεία λευχαιμία είναι απαιτητική και οι τελικές αποφάσεις πρέπει να παρθούν από κοινού μεταξύ του αιματολόγου – ογκολόγου, της ασθενούς και της οικογένειας.

Διακοπή της κύησης συνίσταται στο 1ο τρίμηνο, αλλά σε επιθυμία της ασθενούς να διατηρήσει το κύημα πρέπει να χορηγηθούν κυτταροστατικά που δεν ενοχοποιούνται για τερατογένεση. Συστηματική χημειοθεραπεία στη διάρκεια του 3ου τριμήνου δεν έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο τερατογένεσης.

Η χρόνια μυελογενής λευχαιμία συνήθως αντιμετωπίζεται συντηρητικά. Η επιτυχής χορήγηση υδροξυουρίας και ντερφερόνης ή ακόμα και η εφαρμογή λευκαφαίρεσης έχουν αναφερθεί σε μερικές περιπτώσεις ασθενών. Επιλογές περισσότερο επιθετική θεραπείας (πχ μεταμόσχευση μυελού των οστών) αναβάλλονται για μετά το τέλος της κύησης.
 

Καρκίνος ωοθήκης

Η αληθής επίπτωση κακοηθειών ωοθήκης στη διάρκεια της κύησης εκτιμάται μεταξύ 1:10.000 και 1:100.000 τοκετούς. Περίπου το 40% των όγκων αυτών εκπορεύονται από γεννητικά όργανα. Οι επιθηλιακοί ωοθηκικοί όγκοι είναι συνηθέστερα πρώιμου σταδίου και καλής διαφοροποίησης. Η βέλτιστη αγωγή εγκύων ασθενών με καρκίνο ωοθηκών δεν είναι διευκρινισμένη, αλλά αρκετές δημοσιεύσεις ανέφεραν καλή έκβαση της υγείας των εμβρύων με συντηρητικές χειρουργικές προσεγγίσεις.
 

Καρκίνος ενδομητρίου

Η συνύπαρξη του καρκινώματος αυτού με κύηση είναι πολύ σπάνια, καθώς μόνο 16 περιπτώσεις είχαν αναφερθεί μέχρι πρόσφατα.
 

Καρκίνος παχέος εντέρου και ορθού

Μέχρι το 1985 200 περιπτώσεις εγκύων γυναικών με καρκίνο παχέος εντέρου ή ορθού είχαν περιγραφεί στην ιατρική βιβλιογραφία. Οι Woods et al ανέφεραν επίπτωση 1:13.000 τοκετούς. Περισσότερο από το 60% των περιπτώσεων αφορούσαν όγκους τους ορθού. Πιθανότατα υπάρχει καθυστέρηση στη διάγνωση με αποτέλεσμα την παρουσίαση ασθενών με προχωρημένη νόσο και πτωχότερη πρόγνωση. Η καθυστέρηση της διάγνωσης εν μέρει οφείλεται σε απόδοση των συμπτωμάτων της κακοήθειας στην κύηση.  
 

Καρκίνος θυρεοειδούς

Το θυρεοειδικό καρκίνωμα είναι σπάνιο στη διάρκεια της κύησης. Μέχρι στιγμής καμία ενδοκρινική αιτιοπαθολογική συσχέτιση δεν βρέθηκε μεταξύ μητρικών ορμονικών αλλαγών και της κακοήθειας. Θεραπευτικά λοβεκτομή με ριζικό λεμφαδενικό καθαρισμό μπορεί να εφαρμοστεί με ασφάλεια. Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο πρέπει να αποφεύγεται, ενώ η χημειοθεραπεία δεν είναι αποτελεσματική.  
 

Όγκοι κεντρικού νευρικού συστήματος

Ενδοκράνιοι όγκοι και όγκοι νωτιαίου μυελού είναι εξαιρετικά σπάνιοι στη διάρκεια της κύησης. Το 30% των όγκων είναι γλοιώματα, ενώ 30% μηνιγγιώματα. Οι συνηθέστεροι όγκοι του νωτιαίου μυελού είναι σπονδυλικά αιμαγγειώματα.
 

Ασφάλεια της χημειοθεραπείας

Η χορήγηση χημειοθεραπείας στη διάρκεια της κύησης μπορεί να έχει βλαπτικές επιδράσεις στο έμβρυο, το νεογνό και τη μητέρα. Για τα δυο πρώτα αυτές μπορεί να είναι συγγενείς διαμαρτίες, τερατογένεση, μεταλλάξεις, καρκινογένεση, διαταραχές οργάνων και καθυστέρηση ανάπτυξης, ενώ για τη μητέρα μπορεί να σχετίζονται με αυτόματη αποβολή και στειρότητα. 

Παρά την ικανότητα όλων των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων να διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό, η εμβρυϊκή τοξικότητα είναι σαφώς εξαρτώμενη από τον χρόνο της έκθεσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις τοξικές επιδράσεις αναφέθηκαν, όταν η αγωγή χορηγήθηκε στη διάρκεια της εμβρυογένεσης κατά το 1ο τρίμηνο και σπανιότερα κατά τη διάρκεια του 2ου τριμήνου της κύησης.

Η συχνότητα εμβρυϊκής διαμαρτίας σχετιζόμενης με χορήγηση χημειοθεραπείας είναι 12,7 – 17% και αυτή του χαμηλού βάρους γέννησης είναι 40%. Αντίθετα, η συνηθισμένη συχνότητα διαμαρτιών στον γενικό πληθυσμό είναι μόλις 1 – 3%.

Μεταξύ των χημειοθεραπευτικών παραγόντων οι αντιμεταβολίτες (αμινοπτερίνη, μεθοτρεξάτη, 5-φθοριοουρακίλη, αραβινοσίδη – κυτοσίνη) και οι αλκυλιωτικοί παράγοντες (βουσουλφάνη, κυκλοφωσφαμίδη, χλωραμβουκίλη) είναι αυτοί που ενοχοποιούνται συχνότερα για διαμαρτίες της διάπλασης και τερατογένεση.

Τα αλκαλοειδή της βίνκα και τα κυτταροτοξικά αντιβιοτικά δεν φαίνεται να έχουν επίδραση στο έμβρυο. Από τους υπόλοιπους παράγοντες η συσπλατίνη έχει θεωρηθεί υπεύθυνη για την καθυστέρηση της ανάπτυξης και έκπτωση ακοής, ενώ η ετοπισίδη για πανκυτταροπενία.

Δεν υπάρχουν επί του παρόντος πληροφορίες για τις επιδράσεις των ταξανών ή νεότερων φαρμάκων στην ανάπτυξη του εμβρύου. Στοιχεία από το Toronto Leukemia Study Group καταδεικνύουν ότι 1/3 των βρεφών που εκτέθηκαν σε χημειοθεραπεία κατά την ενδομήτριο ζωή τους θα εκδηλώσουν πανκυτταροπενία κατά την γέννηση.

Επιπρόσθετα οι Doll et al μελέτησαν την επίδραση της συνδυασμένης χημειοθεραπείας στη συχνότητα εμβρυϊκών διαμαρτιών σε 139 γυναίκες που έλαβαν αγωγή κατά το 10 τρίμηνο της κύησης και βρήκαν ότι αυτή είναι μόνο ελαφρά αυξημένη (25%) σε σύγκριση με εκείνη της μονοθεραπείας (17%).

Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους τερατογενετικούς κινδύνους της χημειοθεραπείας αντλούνται από αναφορές μεμονωμένων περιπτώσεων ή μικρές σειρές ασθενών. Οπωσδήποτε μακρόπνοες μελέτες είναι αναγκαίες για την πιο εμπεριστατωμένη μελέτη των επιδράσεων της χημειοθεραπείας στη μητέρα, το έμβρυο και το νεογνό. 

Το 1986 δημιουργήθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Καρκίνου των ΗΠΑ η Καταγραφή Κυήσεων με Έκθεση σε Αντικαρκινική Χημειοθεραπεία (The Registry of Pregnancies Exposed to Cancer Chemotherapy) από τον J.J. Mulvihill. Σκοπός αυτής της ηλεκτρονικής καταγραφής ήταν να μελετηθούν οι επιδράσεις της κυτταροτοξικής χημειοθεραπείας στο αναπτυσσόμενο έμβρυο.

Ουσιαστικά συγκεντρώνει δημοσιευμένες και μη περιπτώσεις κυήσεων που είχαν εκτεθεί σε χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Μέχρι σήμερα η καταγραφή περιλαμβάνει 277 κυήσεις, 234 από τη βιβλιογραφία, 40 από προσωπικές περιπτώσεις και 3 από άλλες πηγές.

Οι 277 καταγραφείσες περιπτώσεις αφορούν 247 κακοήθη νοσήματα (52% λευχαιμίες, 27% λεμφώματα και 18% άλλους καρκίνους). Σήμερα μια βάση δεδομένων προσφέρει ταχύτατη πρόσβαση σε ανάλογες περιπτώσεις της βιβλιογραφίας με σκοπό τη συμβουλευτική παροχή υπηρεσιών.
 
 
Μεταστάσεις μητρικών όγκων στον πλακούντα και το έμβρυο
Η κάθετη μετάδοση καρκίνου είναι εξαιρετικά σπάνια, μολονότι μητρικά κύτταρα όντως διέρχονται στο έμβρυο. Από το 1866 ως το 1999 μόνο 58 περιπτώσεις μητρικών κακοηθειών μεταστατικών στον πλακούνται και το έμβρυο αναφέρθηκαν στη βιβλιογραφία.

Οι όγκοι που συνήθως συνυπάρχουν με την κύηση δεν είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο προσβάλλουν τον πλακούντα και το έμβρυο. Η πιθανότερη οδός προσβολής είναι η αιματογενής. Φαίνεται ότι η σπανιότητα της προσβολής οφείλεται στον πλακουντιακό φραγμό και το εμβρυϊκό ανοσολογικό σύστημα.

Η κακοήθεια που συχνότερα μεθίσταται στον πλακούντα και το κύημα είναι το κακόηθες μελάνωμα, το οποίο συνιστά το 30% των κακοηθειών της κύησης, ακολουθούμενο από τη λευχαιμία / λέμφωμα, το καρκίνωμα του μαστού και του πνεύμονα.  


BeStrong.org.gr - 26.03.14