Πάλεψε με το θάνατο και βγήκε νικητής
Εφημερίδα: Espresso
Τρεις φορές έδωσε μάχη για τη ζωή του. Και τις τρεις βγήκε νικητής.
Ο λόγος για τον 40χρονο γυμναστή Παναγιώτη Μιχαήλ, ο οποίος με όπλα τη θετική του στάση απέναντι στη ζωή και την αγάπη του για τον αθλητισμό κατάφερε να βγει αλώβητος από τα σοβαρά προβλήματα υγείας που ξεκίνησαν όντας έφηβος ακόμη.
Σε ηλικία 17 ετών μια σπάνια ασθένεια λίγο έλειψε να τον καθηλώσει στο αναπηρικό καρότσι. Στα τριάντα του τον «επισκέφτηκε» αιφνίδια ο καρκίνος.
Δέκα χρόνια μετά, κι ενώ όλα έδειχναν πως ο καρκίνος είχε νικηθεί, οι γιατροί διέγνωσαν νέα κακοήθεια. Σήμερα ο Παναγιώτης ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Η αυτοβιογραφία του με το συμβολικό τίτλο «Είμαστε τουρίστες!» πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο από τις εκδόσεις «Μελίχρυσος», ενώ στα σκαριά έχει και τη δημιουργία μιας κοινωφελούς μη κερδοσκοπικής οργάνωσης «Φίλων του Καρκίνου» που θα παρέχει on line συμβουλές και ψυχολογική υποστήριξη σε καρκινοπαθείς και τις οικογένειές τους.
Όταν του μεταφέραμε την επιθυμία μας να κάνουμε τη συνέντευξη σε χώρο γυμναστηρίου, ο Παναγιώτης συμφώνησε αμέσως. Κι αυτό γιατί, όπως μάθαμε αργότερα, θεωρεί πως με τη γυμναστική κατάφερε να ξεπεράσει τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε όλα αυτά τα χρόνια.
«Η γυμναστική με βοήθησε να επανέλθω πολύ πιο γρήγορα στην ενεργό δράση. Ήταν πάντα στη ζωή μου. Για να σου δώσω να καταλάβεις, είχα τελειώσει τις χημειοθεραπείες της πρώτης συνεδρίας την Παρασκευή και τη Δευτέρα πήγα στη δουλειά» εξομολογείται στην «Espresso».
Όση ώρα ξεδιπλώνει το κουβάρι της ζωής του δεν χάνει ούτε για μια στιγμή το χαμόγελό του. Σαν να μη πέρασε ποτέ από τη ζωή του ο καρκίνος. Σαν να μη κινδύνεψε ποτέ... «Μεγάλωσα στη Γερμανία, παιδί μεταναστών. Μια μέρα του Απρίλη του ’84, ενώ είχα επιστρέψει στην Ελλάδα, επιχείρησα να περάσω τη λεωφόρο για να πάω στο σχολείο. Ξαφνικά λύγισαν τα πόδια μου και σωριάστηκα κάτω.
Ήμουν 17 ετών τότε. Από κει και ύστερα άρχισε ένας Γολγοθάς νοσοκομείων και εξετάσεων. Στην Αγγλία οι γιατροί είπαν πως πάσχω από βαριά υποξεία πολυνευροπάθεια, μια σπάνια ασθένεια που επιφέρει μυϊκή ατροφία στα πόδια και μείωση των αντανακλαστικών.
Οι γιατροί ήταν από την αρχή απαισιόδοξοι. Αν επανερχόμουν, αυτό θα γινόταν μετά δύο χρόνια τουλάχιστον και θα μου άφηνε και ένα ποσοστό αναπηρίας, γύρω στο 30-40%. Εγώ το έβαλα πείσμα να ξαναπερπατήσω και τον Νοέμβριο, με τη βοήθεια και της οικογένειάς μου, τα κατάφερα. Ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο, έδωσα εξετάσεις και πέρασα με την πρώτη στη γυμναστική ακαδημία».
Κι ενώ πίστευε πως ήταν πλέον καλά, ήρθε το δεύτερο χτύπημα της μοίρας. «Τον Γενάρη του 1997 είδα κάτι στο σώμα μου, που δεν είχα συνηθίσει να βλέπω. Οι γιατροί με πληροφόρησαν πως είχα καρκίνο. ʼρχισα τότε να υποβάλλομαι σε μια σειρά εξετάσεων, χημειοθεραπειών και επεμβάσεων. Από κει και ύστερα η κατάστασή μου θεωρήθηκε ιάσιμη. Απλώς μπήκα σε μια καραντίνα πενταετίας με επαναληπτικές εξετάσεις.
Το δεύτερο καρκίνο τον ανακάλυψα τυχαία. Παρά τις διαβεβαιώσεις του γιατρού ότι μετά τα πέντε έτη δεν διέτρεχα κίνδυνο να εκδηλωθεί ξανά καρκίνος, εγώ έκανα επαναληπτική εξέταση και βρήκαν κακοήθεια στο ίδιο σημείο.
Παρ’ όλο που είχαν περάσει δέκα χρόνια από την πρώτη περιπέτεια, ο καρκίνος επέστρεψε για να με... ξανατσεκάρει, να δει αν έχω την ίδια δύναμη απέναντί του. Και τελικά την έχω, είμαι πάλι καλά». Όπως λέει στη συνέχεια, «προφανώς το βιβλίο δεν είχε τελειώσει, έπρεπε να προσθέσω ένα τελευταίο κεφάλαιο, πράγμα που έκανα».
Οι φίλοι του γύρισαν την πλάτη
Όση ώρα στέκεται απέναντί μας δίνει την εντύπωση πως είναι η «ψυχή της παρέας». «Μια πελάτισσά μου με βάφτισε το παιδί-διακοπές» λέει και ξεσπά σε γέλια. Κι όμως, οι δικοί του άνθρωποι, που τους θεωρούσε φίλους, ακόμη και οι πιο «κολλητοί», του γύρισαν την πλάτη. «Είχα να αντιμετωπίσω τη μοναξιά μου.
Φίλοι και συνεργάτες την "κάνανε" απ’ τη ζωή μου. Μιλάμε για φίλους που όταν έμαθαν για τον δεύτερο καρκίνο, δεν πήραν ούτε ένα τηλέφωνο» λέει στην «Espresso» και συμπληρώνει: «Οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουν πως ο καρκίνος δεν είναι κάτι κολλητικό και να μη σε αντιμετωπίζουν ως μελλοθάνατο. Εκείνο που με πλήγωνε αμέσως μετά την εγκατάλειψη ήταν τα βλέμματα οίκτου των γύρω μου. ʼρχισα να γίνομαι καλά όταν ύψωσα ένα φιμέ τζάμι και έπαψα να ενδιαφέρομαι για το τι θα έλεγε ο κόσμος για μένα» καταλήγει.
ΜΑΡΙΑ ΜΕΪΜΑΡΗ
Εφημερίδα "Espresso"
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 17/10/2007