Ζωή με Καρκίνο
Ειδικές κατηγορίες ασθενών
Παιδί & Καρκίνος
Παιγνιοθεραπεία

Παιγνιοθεραπεία παιδί και καρκίνος

Η παιγνιοθεραπεία είναι μια ψυχοθεραπευτική μέθοδος που απευθύνεται σε παιδιά και χρησιμοποιείται με συμβολικό τρόπο, γιατί αυτή είναι η μόνη γλώσσα επικοινωνίας του παιδιού με συνομηλίκους του και ενήλικους, επιτρέποντας μας να καταλάβουμε πως είναι φτιαγμένος ο πραγματικός και φανταστικούς τους κόσμους.

Μία από τις πιο συνηθισμένες λέξεις που έρχονται στο μυαλό όταν αναφερόμαστε στα παιδιά είναι η λέξη «παιχνίδι». Ίσως, η πρώτη απόπειρα του παιδιού να παίξει να είναι όταν αυτό αγγίζει το στήθος της μητέρας και το επεξεργάζεται.

Το παιχνίδι, αν και είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος προσέγγισης ενός παιδιού, αποτελεί μια πολύ μεγάλη και αναπόσπαστη δραστηριότητα της καθημερινότητάς του.

Παράλληλα, είναι το πιο ισχυρό μέσο έκφρασης του παιδιού. Είναι ένα μέσο εξωτερίκευσης συναισθημάτων ή απλής βίωσης αυτών. Παίζοντας, ένα παιδί μαθαίνει, πειραματίζεται, ευχαριστιέται, απογοητεύεται και σταδιακά ανακαλύπτει τον εαυτό του και τον κόσμο που το περιβάλλει.

Σύμφωνα με την Ένωση Βρετανών Παιγνιοθεραπευτών, ο ορισμός της Παιγνιοθεραπείας έχει ως εξής: «είναι η δυναμική μεταξύ του παιδιού και του παιγνιοθεραπευτή κατά την οποία το παιδί ερευνά με το δικό του ρυθμό και τις δικές του ανάγκες, ζητήματα περασμένα ή τρέχοντα, συνειδητά ή μη, που επηρεάζουν τη ζωή του παιδιού στο παρόν.»

Η θεραπευτική σχέση (παιγνιοθεραπευτή - παιδιού) επιτρέπει στο παιδί να βασιστεί στους εσωτερικούς του πόρους οι οποίοι θα επιφέρουν την ωρίμανση και την αλλαγή. Η παιγνιοθεραπεία είναι «παιδοκεντρική» ως προς το ότι το παιχνίδι είναι το πρωτεύον μέσο και ο λόγος το δευτερεύον (Association of Play Therapists Newsletter, 1985).

Mία από τις συνηθισμένες φράσεις που χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε ένα παιδί είναι η ακόλουθη: «απλά παίζει», που υπονοεί ότι το παιδί σχεδόν δεν κάνει τίποτε. Παρ’ όλα αυτά, το παιχνίδι μπορεί να απορροφήσει ένα παιδί και να θεωρηθεί πολύ πιο σημαντικό απ' ότι μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά για κάποιον ενήλικα. Για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό.

Στη βρεφική ηλικία, το παιχνίδι βοηθάει το παιδί να αποκτήσει τον έλεγχο του σώματός του. Αρχικά υπάρχει μια κίνηση στα άκρα του και άσκηση στους μυς του και όσο το παιδί μεγαλώνει υποβάλλει τον εαυτό του σε προοδευτικά πιο δύσκολες δραστηριότητες.

Αργότερα, τα παιδιά παίζουν με τους ήχους, τις λέξεις και τα αντικείμενα με σκοπό την ανάπτυξη καινούργιων ικανοτήτων, τη γνώση αλλά και την ευχαρίστηση που αντλούν μέσα από το παιχνίδι. Το παιχνίδι βοηθά το παιδί να αντιλαμβάνεται τον κόσμο σε μια οργανωμένη φόρμα.

Ο ρόλος του παιγνιοθεραπευτή είναι να «συλλάβει» αυτόν τον φυσικό τρόπο επικοινωνίας. Το παιχνίδι από μόνο του δεν είναι αρκετό για να επιφέρει αλλαγές. Οι παρεμβάσεις και η αξιοποίηση του τρόπου με τον οποίο το παιδί επιλέγει να παίξει είναι καθοριστικά. Το παιχνίδι του παιδιού είναι επίσης ενδεικτικό της ικανότητας του να επικοινωνεί και να ανακαλύπτει τη σχέση του με τους ενήλικες.

Αυτοί θα πρέπει να φροντίζουν το παιδί να βρίσκεται σε ένα περιβάλλον τέτοιο που να καλλιεργεί, να ενισχύει και να ενθαρρύνει την ενασχόλησή του με το παιχνίδι, ενώ παράλληλα ο ενήλικας να αποτελεί υπόδειγμα για το παιδί.

Οι ενήλικες παρέχουν στο παιδί πιθανούς κανόνες συμπεριφοράς. Όμως το παιδί χρειάζεται επίσης να βρίσκεται σε περιβάλλον όπου θα του επιτρέπεται να εκφράζεται ελεύθερα και να νιώθει ασφάλεια ώστε να εξερευνήσει και να αναπτυχθεί μέσα σε ρεαλιστικά πλαίσια που καθορίζονται σε καθημερινή βάση. Μέσω του παιχνιδιού, το παιδί ωριμάζει και γίνεται υπεύθυνο.

Επίσης, το παιχνίδι αποτελεί συμβολικό μέσο, με το οποίο οι ενήλικες μεταδίδουν στο παιδί βασικές αλήθειες που αφορούν τόσο αυτό όσο και τις εμπειρίες του. Θεωρείται ότι το παιχνίδι είναι μια συγκεκριμένη και ιδιαίτερη γλώσσα του παιδιού, συνιστώντας τη μόνη ίσως γλώσσα που κατέχει από πολύ μικρή ηλικία που το βοηθά να λέει τι πραγματικά εννοεί και αισθάνεται.

Ο παιγνιοθεραπευτής παροτρύνει το παιδί να εξερευνήσει σκέψεις και συναισθήματα. Μέσω της θεραπευτικής σχέσης το παιδί αποκτά την αίσθηση της αυτο-εκτίμησης. Ο παιγνιοθεραπευτής φροντίζει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα ζεστασιάς, κατανόησης, εμπιστοσύνης και πίστης ως προς τις ικανότητες του παιδιού, αποβλέποντας στο να κάνει το παιδί να νιώσει σημαντικό και να μάθει να τιμά τις προσωπικές του εμπειρίες επειδή ακριβώς ανήκουν σε αυτό.

Όπως κάθε παιδί είναι μοναδικό, έτσι σημαντικά αποδεικνύεται και η δυνατότητα να συναναστρέφεται με έναν ενήλικα σε μια σχέση όπου δεν υπάρχουν συστάσεις, παρεμβολές, αποτροπές. Ο παιγνιοθεραπευτής αποδέχεται το παιδί όπως είναι και του το δείχνει. Έχει πίστη στην ικανότητα του παιδιού να αντιμετωπίζει την ζωή μοναδικά έτσι όπως αυτό ξέρει. Η Παιγνιοθεραπεία, αν και δεν είναι ευρέως διαδεδομένη ακόμα στην Ελλάδα, αποτελεί μια μέθοδο προσέγγισης του παιδιού - εφήβου πολλά υποσχόμενη και εξίσου αποτελεσματική. Ας μην ξεχνάμε, ότι είναι άμεσα συνδεδεμένη και βασισμένη στην «φυσική» γλώσσα των παιδιών, αυτή του παιχνιδιού.

Όπως επεσήμανε άλλωστε και η Claire Winnicott (1984): «Αν μπορούσαμε να μάθουμε να ανταποκρινόμαστε αποτελεσματικά στα παιδιά στα κρίσιμα συμβάντα της ζωής τους που τα φέρνουν σε εμάς, θα σώζαμε πολλά από αυτά από το να γίνουν, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, πελάτες μας για την υπόλοιπη ζωή τους». Από μελέτη που έγινε στο τμήμα παιδιατρικής αιματολογίας-ογκολογίας του νοσοκομείου Παίδων "η Αγία Σοφία", σε 31 ασθενείς-παιδιά με σκοπό να αναδείξει την σημασία της παιγνιοθεραπείας, παρατήρησαν τα εξής:

  • Τα παιδιά με όγκους εγκεφάλου μέσα απ το παιχνίδι τους συχνά αυτοσαρκάζουν τον εαυτό τους. Επίσης χρησιμοποιούν αρκετά και το σώμα τους για να εκφράσουν τα συναισθήματα τους.
  • Παιδιά με σάρκωμα στην εφηβική ηλικία στην φάση της διάγνωσης, είχαν την αίσθηση ότι το παιχνίδι και ο αθλητισμός ευθύνονται για την ασθένεια τους.
  • Τα μικρά παιδιά με λευχαιμία έπαιζαν κυρίως με πλαστικά ζωάκια που αλληλοσκοτώνονται για πιει το ένα το αίμα του άλλου, ενώ τα μεγαλύτερα δημιουργούν ιστορίες με δράκους που διψούν για αίμα.
  • Παιδιά τα οποία πριν νοσήσουν ένοιωθαν ότι μπορούσαν να κρατήσουν μαζί τους γονείς τους, μετά την διάγνωση μέσα από το παιχνίδι τους φαινόταν η αγωνία τους να σηκώσουν το βάρος αυτό μόνα τους χωρίς να το μοιραστούν με κανένα.
  • Μικρά αγόρια σχολικής και προσχολικής ηλικίας ανεξάρτητα διάγνωσης προτιμούσαν να παίζουν με όπλα και σπαθιά, φέρνοντας σε αμηχανία τον περίγυρο τους, αφού αρέσκονταν να τους τρομάζουν με αυτά.
  • Όλα τα κορίτσια στην φάση απώλειας μαλλιών τους, κούρευαν τις κούκλες τους για να βγάλουν το θυμό και μετά τις παρηγορούσαν.
  • Τα περισσότερα παιδιά πριν από ένα επικείμενο χειρουργείο, έπαιζαν κάνοντας την ίδια παρέμβαση όπως την φαντάζονταν ή την είχαν βιώσει στον κούκλο ασθενή ή έπαιζαν τον ρόλο του παρηγορητή γιατρού στους γονείς τους για να ελέγξουν την κατάσταση.
  • Επίσης παιδιά τα οποία δεν ήταν συναισθηματικά κοντά στην μητέρα τους, έδιωχναν την γυναικεία φιγούρα από τα παιχνίδια τους.
  • Σε περιπτώσεις υποτροπής όλος ο θυμός και η οργή των γονιών έβγαινε πάνω στον κούκλο ασθενή και κυρίως στα παιδιά που τους είχε ασκηθεί σωματική βία.
  • Στις περιπτώσεις επικείμενου θανάτου τα περισσότερα παιδιά έφτιαχναν συνήθως ιστορίες με δυο σπίτια και η μετάβαση από το ένα στο άλλο είναι πορεία μοναχική.
  • Τέλος παρατήρησαν ότι συνήθως όταν ένα παιδί πέθαινε, τα υπόλοιπα απόφευγαν να μιλήσουν για ότι είχε συμβεί.

BeStrong.org.gr - 24.03.14